ονοματοποιημένος

ονοματοποιημένος
-η, -ο
αυτός που γίνεται από μίμηση ήχων: Ονοματοποιημένες λέξεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βη, βη — βῆ, βῆ (Α) η χαρακτηριστική φωνή του προβάτου, μπε, μπε. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ., πρβλ. βηβήν «πρόβατον», βήζει «φωνεί» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • οι — (I) οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α) επιφών. αχ, αλίμονο («οἴ γώ, φίλοι, πρόστητ ἀναγκαίας τύχης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, λύπη, έκπληξη ή φόβο (πρβλ. οϊζύς, οίμοι)]. (II) οἷ και οἷς (Α) (αναφ. επίρρ.) 1. όπου, εκεί όπου, σε …   Dictionary of Greek

  • ονοματοποιώ — ονοματοποίησα, ονοματοποιήθηκα, ονοματοποιημένος, σχηματίζω λέξεις από ήχους πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”